- τρώση
- ητραυματισμός, πλήγωμα, λάβωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρώση — η / τρῶσις, ώσεως, ΝΑ τραυματισμός αρχ. (σχετικά με δέντρο) πληγή από χτύπημα ή άλλη αιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω + κατάλ. σις (πρβλ. βρῶ σις)] … Dictionary of Greek
τρώσῃ — τιτρώσκω wound aor subj mid 2nd sg τιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg τιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg τρώσηι , τρῶσις wounding fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώσηι — τρώσῃ , τιτρώσκω wound aor subj mid 2nd sg τρώσῃ , τιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg τρώσῃ , τιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg τρῶσις wounding fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)